καλαθιάζω

καλαθιάζω
[καλάθι]
1. τοποθετώ μέσα σε καλάθια («καλαθιάζω σταφύλια»)
2. μτφ. εξαπατώ κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλαθιάζω — καλάθιασα, καλαθιασμένος, τοποθετώ κάτι μέσα σε καλάθια: Καλαθιάζω τα λάχανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλάθιαστος — η, ο [καλαθιάζω] εκείνος που δεν έχει τοποθετηθεί σε καλάθι «ακαλάθιαστα σταφύλια» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”